Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
View word page
ἀπόκλιτος
declining, waning

ShortDef

declining, waning

Debugging

Headword:
ἀπόκλιτος
Headword (normalized):
ἀπόκλιτος
Headword (normalized/stripped):
αποκλιτος
IDX:
11235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11236
Key:

Data

{'content': 'declining, waning'}