Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
View word page
ἀπόκλισις
a turning off, declension, sinking
ShortDef
a turning off, declension, sinking
Debugging
Headword:
ἀπόκλισις
Headword (normalized):
ἀπόκλισις
Headword (normalized/stripped):
αποκλισις
IDX:
11233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11234
Key:
Data
{'content': 'a turning off, declension, sinking'}