Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
View word page
ἀποκλίνω
to turn off
ShortDef
to turn off
Debugging
Headword:
ἀποκλίνω
Headword (normalized):
ἀποκλίνω
Headword (normalized/stripped):
αποκλινω
IDX:
11232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11233
Key:
Data
{'content': 'to turn off'}