Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
View word page
ἀποκλιμάκωσις
ladder
ShortDef
ladder
Debugging
Headword:
ἀποκλιμάκωσις
Headword (normalized):
ἀποκλιμάκωσις
Headword (normalized/stripped):
αποκλιμακωσις
IDX:
11230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11231
Key:
Data
{'content': 'ladder'}