Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
View word page
ἀπόκλιμα
a slope
ShortDef
a slope
Debugging
Headword:
ἀπόκλιμα
Headword (normalized):
ἀπόκλιμα
Headword (normalized/stripped):
αποκλιμα
IDX:
11229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11230
Key:
Data
{'content': 'a slope'}