Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
View word page
ἀδιαπόνητος
undigested

ShortDef

undigested

Debugging

Headword:
ἀδιαπόνητος
Headword (normalized):
ἀδιαπόνητος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπονητος
IDX:
1122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1123
Key:

Data

{'content': 'undigested'}