Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
View word page
ἀποκληρωτικός
choosing
ShortDef
choosing
Debugging
Headword:
ἀποκληρωτικός
Headword (normalized):
ἀποκληρωτικός
Headword (normalized/stripped):
αποκληρωτικος
IDX:
11227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11228
Key:
Data
{'content': 'choosing'}