Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
View word page
ἀπόκληρος
without lot
ShortDef
without lot
Debugging
Headword:
ἀπόκληρος
Headword (normalized):
ἀπόκληρος
Headword (normalized/stripped):
αποκληρος
IDX:
11223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11224
Key:
Data
{'content': 'without lot'}