Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
View word page
ἀποκληρονόμος
disinherited
ShortDef
disinherited
Debugging
Headword:
ἀποκληρονόμος
Headword (normalized):
ἀποκληρονόμος
Headword (normalized/stripped):
αποκληρονομος
IDX:
11222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11223
Key:
Data
{'content': 'disinherited'}