Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
View word page
ἀποκλέπτω
to steal away, run away with
ShortDef
to steal away, run away with
Debugging
Headword:
ἀποκλέπτω
Headword (normalized):
ἀποκλέπτω
Headword (normalized/stripped):
αποκλεπτω
IDX:
11221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11222
Key:
Data
{'content': 'to steal away, run away with'}