Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
View word page
ἀποκλείω
to shut off from
ShortDef
to shut off from
Debugging
Headword:
ἀποκλείω
Headword (normalized):
ἀποκλείω
Headword (normalized/stripped):
αποκλειω
IDX:
11220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11221
Key:
Data
{'content': 'to shut off from'}