Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
View word page
ἀπόκλειστος
shut off, enclosed

ShortDef

shut off, enclosed

Debugging

Headword:
ἀπόκλειστος
Headword (normalized):
ἀπόκλειστος
Headword (normalized/stripped):
αποκλειστος
IDX:
11219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11220
Key:

Data

{'content': 'shut off, enclosed'}