Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
View word page
ἀδιάπνευστος
not ventilated
ShortDef
not ventilated
Debugging
Headword:
ἀδιάπνευστος
Headword (normalized):
ἀδιάπνευστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπνευστος
IDX:
1121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1122
Key:
Data
{'content': 'not ventilated'}