Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
View word page
ἀπόκλεισις
a shutting up

ShortDef

a shutting up

Debugging

Headword:
ἀπόκλεισις
Headword (normalized):
ἀπόκλεισις
Headword (normalized/stripped):
αποκλεισις
IDX:
11216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11217
Key:

Data

{'content': 'a shutting up'}