Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
View word page
ἀποκλάω2
weep aloud (> κλαίω)

ShortDef

to break off
weep aloud (> κλαίω)

Debugging

Headword:
ἀποκλάω2
Headword (normalized):
ἀποκλάω
Headword (normalized/stripped):
αποκλαω2
IDX:
11215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11216
Key:

Data

{'content': 'weep aloud (> κλαίω)'}