Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
View word page
ἀποκλάω
to break off
ShortDef
to break off
weep aloud (> κλαίω)
Debugging
Headword:
ἀποκλάω
Headword (normalized):
ἀποκλάω
Headword (normalized/stripped):
αποκλαω
IDX:
11214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11215
Key:
Data
{'content': 'to break off'}