Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληρονόμος
ἀπόκληρος
View word page
ἀπόκλαυμα
loud wailing

ShortDef

loud wailing

Debugging

Headword:
ἀπόκλαυμα
Headword (normalized):
ἀπόκλαυμα
Headword (normalized/stripped):
αποκλαυμα
IDX:
11213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11214
Key:

Data

{'content': 'loud wailing'}