Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
View word page
ἀποκλαίω
to weep aloud
ShortDef
to weep aloud
Debugging
Headword:
ἀποκλαίω
Headword (normalized):
ἀποκλαίω
Headword (normalized/stripped):
αποκλαιω
IDX:
11210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11211
Key:
Data
{'content': 'to weep aloud'}