Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
View word page
ἀποκλάζω2
to bend one's knees

ShortDef

to ring
to bend one's knees

Debugging

Headword:
ἀποκλάζω2
Headword (normalized):
ἀποκλάζω
Headword (normalized/stripped):
αποκλαζω2
IDX:
11209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11210
Key:

Data

{'content': "to bend one's knees"}