Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
View word page
ἀποκλαδεύω
lop off the branches

ShortDef

lop off the branches

Debugging

Headword:
ἀποκλαδεύω
Headword (normalized):
ἀποκλαδεύω
Headword (normalized/stripped):
αποκλαδευω
IDX:
11207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11208
Key:

Data

{'content': 'lop off the branches'}