Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
View word page
ἀποκισσόομαι
develop into

ShortDef

develop into

Debugging

Headword:
ἀποκισσόομαι
Headword (normalized):
ἀποκισσόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποκισσοομαι
IDX:
11206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11207
Key:

Data

{'content': 'develop into'}