Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
View word page
ἀποκινδυνεύω
to make a bold attempt

ShortDef

to make a bold attempt

Debugging

Headword:
ἀποκινδυνεύω
Headword (normalized):
ἀποκινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
αποκινδυνευω
IDX:
11200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11201
Key:

Data

{'content': 'to make a bold attempt'}