Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω2
View word page
ἀποκινδύνευσις
a venturous attempt

ShortDef

a venturous attempt

Debugging

Headword:
ἀποκινδύνευσις
Headword (normalized):
ἀποκινδύνευσις
Headword (normalized/stripped):
αποκινδυνευσις
IDX:
11199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11200
Key:

Data

{'content': 'a venturous attempt'}