Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
View word page
ἀδιαπνευστέω
not to evaporate

ShortDef

not to evaporate

Debugging

Headword:
ἀδιαπνευστέω
Headword (normalized):
ἀδιαπνευστέω
Headword (normalized/stripped):
αδιαπνευστεω
IDX:
1119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1120
Key:

Data

{'content': 'not to evaporate'}