Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
View word page
ἄβοτος
without pasture
ShortDef
without pasture
Debugging
Headword:
ἄβοτος
Headword (normalized):
ἄβοτος
Headword (normalized/stripped):
αβοτος
IDX:
111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-112
Key:
Data
{'content': 'without pasture'}