Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω
View word page
ἀποκίκω
dash to the ground
ShortDef
dash to the ground
Debugging
Headword:
ἀποκίκω
Headword (normalized):
ἀποκίκω
Headword (normalized/stripped):
αποκικω
IDX:
11198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11199
Key:
Data
{'content': 'dash to the ground'}