Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀποκλαδεύω
View word page
ἀποκίδναμαι
spread abroad from

ShortDef

spread abroad from

Debugging

Headword:
ἀποκίδναμαι
Headword (normalized):
ἀποκίδναμαι
Headword (normalized/stripped):
αποκιδναμαι
IDX:
11197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11198
Key:

Data

{'content': 'spread abroad from'}