Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
View word page
ἀποκιδαρόω
take the κίδαρις off

ShortDef

take the κίδαρις off

Debugging

Headword:
ἀποκιδαρόω
Headword (normalized):
ἀποκιδαρόω
Headword (normalized/stripped):
αποκιδαροω
IDX:
11196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11197
Key:

Data

{'content': 'take the κίδαρις off'}