Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκιρνάομαι
View word page
ἀποκήρυκτος
disinherited
ShortDef
disinherited
Debugging
Headword:
ἀποκήρυκτος
Headword (normalized):
ἀποκήρυκτος
Headword (normalized/stripped):
αποκηρυκτος
IDX:
11193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11194
Key:
Data
{'content': 'disinherited'}