Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
View word page
ἀποκηδέω
to put away care, be careless

ShortDef

to put away care, be careless

Debugging

Headword:
ἀποκηδέω
Headword (normalized):
ἀποκηδέω
Headword (normalized/stripped):
αποκηδεω
IDX:
11190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11191
Key:

Data

{'content': 'to put away care, be careless'}