Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
View word page
ἀποκηδεύω
to cease to mourn for

ShortDef

to cease to mourn for

Debugging

Headword:
ἀποκηδεύω
Headword (normalized):
ἀποκηδεύω
Headword (normalized/stripped):
αποκηδευω
IDX:
11189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11190
Key:

Data

{'content': 'to cease to mourn for'}