Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
View word page
ἀδιάπλαστος
as yet unformed
ShortDef
as yet unformed
Debugging
Headword:
ἀδιάπλαστος
Headword (normalized):
ἀδιάπλαστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπλαστος
IDX:
1118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1119
Key:
Data
{'content': 'as yet unformed'}