Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
View word page
ἀποκεφαλιστής
headsman
ShortDef
headsman
Debugging
Headword:
ἀποκεφαλιστής
Headword (normalized):
ἀποκεφαλιστής
Headword (normalized/stripped):
αποκεφαλιστης
IDX:
11187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11188
Key:
Data
{'content': 'headsman'}