Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
View word page
ἀποκεφαλισμός
beheading
ShortDef
beheading
Debugging
Headword:
ἀποκεφαλισμός
Headword (normalized):
ἀποκεφαλισμός
Headword (normalized/stripped):
αποκεφαλισμος
IDX:
11186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11187
Key:
Data
{'content': 'beheading'}