Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
View word page
ἀποκεφάλισμα
dirt that comes off the head

ShortDef

dirt that comes off the head

Debugging

Headword:
ἀποκεφάλισμα
Headword (normalized):
ἀποκεφάλισμα
Headword (normalized/stripped):
αποκεφαλισμα
IDX:
11185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11186
Key:

Data

{'content': 'dirt that comes off the head'}