Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
View word page
ἀποκεφαλίζω
behead
ShortDef
behead
Debugging
Headword:
ἀποκεφαλίζω
Headword (normalized):
ἀποκεφαλίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκεφαλιζω
IDX:
11184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11185
Key:
Data
{'content': 'behead'}