Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀπόκηρος
View word page
ἀποκερματίζω
to change for small coin

ShortDef

to change for small coin

Debugging

Headword:
ἀποκερματίζω
Headword (normalized):
ἀποκερματίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκερματιζω
IDX:
11182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11183
Key:

Data

{'content': 'to change for small coin'}