Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
View word page
ἀποκερδαίνω
to have benefit, enjoyment from
ShortDef
to have benefit, enjoyment from
Debugging
Headword:
ἀποκερδαίνω
Headword (normalized):
ἀποκερδαίνω
Headword (normalized/stripped):
αποκερδαινω
IDX:
11181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11182
Key:
Data
{'content': 'to have benefit, enjoyment from'}