Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
View word page
ἀποκεραμόω
cover with tiles

ShortDef

cover with tiles

Debugging

Headword:
ἀποκεραμόω
Headword (normalized):
ἀποκεραμόω
Headword (normalized/stripped):
αποκεραμοω
IDX:
11180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11181
Key:

Data

{'content': 'cover with tiles'}