Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
View word page
ἀποκένωσις
evacuation

ShortDef

evacuation

Debugging

Headword:
ἀποκένωσις
Headword (normalized):
ἀποκένωσις
Headword (normalized/stripped):
αποκενωσις
IDX:
11179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11180
Key:

Data

{'content': 'evacuation'}