Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
View word page
ἀδιάπεπτος
undigested
ShortDef
undigested
Debugging
Headword:
ἀδιάπεπτος
Headword (normalized):
ἀδιάπεπτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπεπτος
IDX:
1117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1118
Key:
Data
{'content': 'undigested'}