Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστής
View word page
ἀποκέντησις
piercing
ShortDef
piercing
Debugging
Headword:
ἀποκέντησις
Headword (normalized):
ἀποκέντησις
Headword (normalized/stripped):
αποκεντησις
IDX:
11177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11178
Key:
Data
{'content': 'piercing'}