Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
View word page
ἀποκενόω
drain, exhaust

ShortDef

drain, exhaust

Debugging

Headword:
ἀποκενόω
Headword (normalized):
ἀποκενόω
Headword (normalized/stripped):
αποκενοω
IDX:
11175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11176
Key:

Data

{'content': 'drain, exhaust'}