Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεφαλαιόομαι
View word page
ἀποκέλλω
get out of the course

ShortDef

get out of the course

Debugging

Headword:
ἀποκέλλω
Headword (normalized):
ἀποκέλλω
Headword (normalized/stripped):
αποκελλω
IDX:
11173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11174
Key:

Data

{'content': 'get out of the course'}