Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
View word page
ἀποκεκρυμμένως
by stealth
ShortDef
by stealth
Debugging
Headword:
ἀποκεκρυμμένως
Headword (normalized):
ἀποκεκρυμμένως
Headword (normalized/stripped):
αποκεκρυμμενως
IDX:
11172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11173
Key:
Data
{'content': 'by stealth'}