Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
View word page
ἀποκεκινδυνευμένως
venturously

ShortDef

venturously

Debugging

Headword:
ἀποκεκινδυνευμένως
Headword (normalized):
ἀποκεκινδυνευμένως
Headword (normalized/stripped):
αποκεκινδυνευμενως
IDX:
11171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11172
Key:

Data

{'content': 'venturously'}