Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
View word page
ἀποκεκαλυμμένως
openly

ShortDef

openly

Debugging

Headword:
ἀποκεκαλυμμένως
Headword (normalized):
ἀποκεκαλυμμένως
Headword (normalized/stripped):
αποκεκαλυμμενως
IDX:
11170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11171
Key:

Data

{'content': 'openly'}