Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
View word page
ἀποκείρω
to clip, cut off

ShortDef

to clip, cut off

Debugging

Headword:
ἀποκείρω
Headword (normalized):
ἀποκείρω
Headword (normalized/stripped):
αποκειρω
IDX:
11169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11170
Key:

Data

{'content': 'to clip, cut off'}