Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
View word page
ἀδιάπαυστος
not to be stilled, incessant, violent
ShortDef
not to be stilled, incessant, violent
Debugging
Headword:
ἀδιάπαυστος
Headword (normalized):
ἀδιάπαυστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπαυστος
IDX:
1116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1117
Key:
Data
{'content': 'not to be stilled, incessant, violent'}