Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
View word page
ἀπόκειμαι
to be laid away

ShortDef

to be laid away

Debugging

Headword:
ἀπόκειμαι
Headword (normalized):
ἀπόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
αποκειμαι
IDX:
11168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11169
Key:

Data

{'content': 'to be laid away'}